- ντούζες
- ντοῦζες, o (Μ)ο ανώτατος άρχοντας τής βενετικής δημοκρατίας, ο δόγης.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. dose < λατ. dux, ducis «οδηγός, ηγεμόνας»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ντούζης — και δούζης, ὁ (Μ) ντούζες*. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. dose ή ιταλ. doge «δόγης» < λατ. dux, ducis «οδηγός, ηγεμόνας»] … Dictionary of Greek